- ορσίκτυπος
- ὀρσίκτυπος, -ον (Α)αυτός που προκαλεί θόρυβο, που βροντά («ὀρσικτύπου Διός... κεραυνόν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + κτύπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρσικτύπου — ὀρσίκτυπος stirring masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek